*λύκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
![]() |
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- *λύκη < αμάρτυρος τύπος (μόνο ως συνθετικό: λυκόφως, ἀμφιλύκη.[1][2], μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk-[3] Συγγενή: σανσκριτικά रोक (roká, φως), λατινικά luc-eo, lux, λιθουανικά laũkas (ανοιχτό πεδίο), και άλλα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
*λύκη [ῠ] θηλυκό
- πρωινό φως, χάραμα, χαραυγή (ριζική λέξη που συνδέεται με το φως, συνθετικό σε πολλές λέξεις)
[επεξεργασία]
και δείτε
πιθανόν τα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Macrobius, Saturnalia p.158
- ↑ @books.google σχόλιο - Μακρόβιος (Macrobius), Saturnalia, Loeb Classical Library, σελ. 227
- ↑ *lewk- στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- λύκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λύκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Τόμος Ε΄@books.google Henri Estienne (Ερρίκος Στέφανος) (1528/1531-1598) Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης (Thesaurus graecae linguae)