Μετάβαση στο περιεχόμενο

-άγρα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: άγρα, ἄγρα

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -άγρα οι -άγρες
      γενική της -άγρας των -αγρών
    αιτιατική τη(ν) -άγρα τις -άγρες
     κλητική -άγρα -άγρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-άγρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων, άγρα)

Επίθημα

[επεξεργασία]

-άγρα θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-άγρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων)

Επίθημα

[επεξεργασία]

-άγρα θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -άγρ αἱ -άγραι
      γενική τῆς -άγρᾱς τῶν -αγρῶν
      δοτική τῇ -άγρ ταῖς -άγραις
    αιτιατική τὴν -άγρᾱν τὰς -άγρᾱς
     κλητική ! -άγρ -άγραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -άγρ
γεν-δοτ τοῖν  -άγραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωρίζουμε τον πληθυντικό του ἄγρα, «ἄγραι» με οξεία που δηλώνει βραχύ άλφα.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων)

Επίθημα

[επεξεργασία]

-άγρα θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]