-άρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -άρι < αρχαία ελληνική -άριον
Επίθημα[επεξεργασία]
-άρι
- παραγωγικό επίθημα που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ουσιαστικών:
- αριθμητικών (δυάρι, τριάρι κλπ) τα οποία σημαίνουν:
- τον αριθμό
- βαθμό αξιολόγησης
- τραπουλόχαρτο
- παίκτη αθλητικής ομάδας
- ποσότητα
- που έχουν την ίδια έννοια με την αρχική λέξη
- που έχουν υποκοριστική σημασία
- που δηλώνουν ποσότητα ή ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό
- που δηλώνουν το αποτέλεσμα ενός ρήματος
- αριθμητικών (δυάρι, τριάρι κλπ) τα οποία σημαίνουν:
παλαμάρι, δοκάρι