-άρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-άρι < αρχαία ελληνική -άριον

Επίθημα[επεξεργασία]

-άρι

  1. παραγωγικό επίθημα που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ουσιαστικών:
    1. αριθμητικών (δυάρι, τριάρι κλπ) τα οποία σημαίνουν:
      • τον αριθμό
      • βαθμό αξιολόγησης
      • τραπουλόχαρτο
      • παίκτη αθλητικής ομάδας
      • ποσότητα
    2. που έχουν την ίδια έννοια με την αρχική λέξη
    3. που έχουν υποκοριστική σημασία
    4. που δηλώνουν ποσότητα ή ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό
    5. που δηλώνουν το αποτέλεσμα ενός ρήματος
παλαμάρι, δοκάρι