-άτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -άτος η -άτη το -άτο
      γενική του -άτου της -άτης του -άτου
    αιτιατική τον -άτο τη(ν) -άτη το -άτο
     κλητική -άτε -άτη -άτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -άτοι οι -άτες τα -άτα
      γενική των -άτων των -άτων των -άτων
    αιτιατική τους -άτους τις -άτες τα -άτα
     κλητική -άτοι -άτες -άτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθημα[επεξεργασία]

-άτος, -η ,-ο

  1. παραγωγική κατάληξη της νέας ελληνικής (στα θέματα ουσιαστικών για παραγωγή επιθέτου), που δηλώνει εκείνον που έχει ή περιέχει ό,τι δηλώνει το ουσιαστικό ή εκείνον που σχετίζεται ιδιαίτερα με την έννοια του ουσιαστικού
    (ζωή) χλιδάτη (έχει χλιδή), (κόκορας) κρασάτος (έχει μαγειρευτεί με κρασί), (άνθρωπος) αεράτος, μουσάτος, καλοσυνάτος
  2. παραγωγική κατάληξη (στα θέματα ρημάτων για παραγωγή επιθέτων), που δηλώνουν συνήθως ό,τι και η ενεργητική ή παθητική μετοχή ενεστώτα του ρήματος ή την ολοκλήρωση της ενέργειας και το αποτέλεσμά της
    φεύγω άρα είμαι φευγάτος, τρέχω, άρα είμαι τρεχάτος, χορταίνω άρα είμαι χορτάτος, τρίζω άρα είμαι τριζάτος

Επίθημα[επεξεργασία]

-άτος (στο θηλυκό: -άτου)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]