Μετάβαση στο περιεχόμενο

-άω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἄω, ἀῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-άω < νεότερος μεταπλασμός των ρημάτων σε (της 2ης συζυγίας), κατά το τρίτο πρόσωπο ενικού -άει. Συχνά συμβαίνει να συμπίπτει με την κατάληξη ασυναίρετων αρχαίων ρημάτων σε -άω. Η συνήθης ετυμολογική ακολουθία ήταν:
αρχαία ελληνική κατάληξη ρημάτων -άω, -έω, -όω > συναίρεση σε -ῶ >
> κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική -ῶ >
> κληρονομημένο από τη νέα ελληνική > μεταπλασμός σε -άω

Επίθημα

[επεξεργασία]

-άω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-άω < λείπει η ετυμολογία

Επίθημα

[επεξεργασία]

-άω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]