-αίικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -αίικο τα -αίικα
      γενική του -αίικου των -αίικων
    αιτιατική το -αίικο τα -αίικα
     κλητική -αίικο -αίικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-αίικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -αίικος επίθημα σε επίθετα ή οικογενειακά επώνυμα -αί(οι) + -ικος [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.i.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -αί‐ι‐κο

Επίθημα

[επεξεργασία]

-αίικο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. -αίικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  • -αίικοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)