-αίικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -αίικο | τα | -αίικα |
γενική | του | -αίικου | των | -αίικων |
αιτιατική | το | -αίικο | τα | -αίικα |
κλητική | -αίικο | -αίικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -αίικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -αίικος επίθημα σε επίθετα ή οικογενειακά επώνυμα -αί(οι) + -ικος [1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.i.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -αί‐ι‐κο
Επίθημα
[επεξεργασία]-αίικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) επίθημα με πρώτο συνθετικό
- οικογενειακό επώνυμο που δηλώνει
- την οικογένεια ή το σπίτι
- τη συνοικία ή τον τόπο όπου κατοικεί η οικογένεια
- σημείωση: το τοπωνύμια και στον πληθυντικό: -αίικα
- (περιληπτικό) πατριδωνυμικό ή εθνικό όνομα
- Ρωμιός (Ῥωμαῖος) > ρωμαίικο
- Όροι που λήγουν σε αιικο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- οικογενειακό επώνυμο που δηλώνει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ -αίικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- -αίικο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Περιληπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)