-αγορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αγορά οι -αγορές
      γενική της -αγοράς των -αγορών
    αιτιατική τη(ν) -αγορά τις -αγορές
     κλητική -αγορά -αγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-αγορά < ουσιαστικό αγορά ως β΄ συνθετικό[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣoˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -α‐γο‐ρά

Επίθημα[επεξεργασία]

-αγορά θηλυκό

  1. το ουσιαστικό αγορά ως β΄ συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά
κεφαλαιαγορά, κτηματαγορά, χρηματαγορά
  1. για συναλλαγή και χώρο συναλλαγής
κρεαταγορά, λαχαναγορά, ψαραγορά

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]