Μετάβαση στο περιεχόμενο

-ανός

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: -άνος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νός

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ανός η -ανή το -ανό
      γενική του -ανού της -ανής του -ανού
    αιτιατική τον -ανό τη(ν) -ανή το -ανό
     κλητική -ανέ -ανή -ανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ανοί οι -ανές τα -ανά
      γενική των -ανών των -ανών των -ανών
    αιτιατική τους -ανούς τις -ανές τα -ανά
     κλητική -ανοί -ανές -ανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
-ανός < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική -ανός < αρχαία ελληνική -ανός, κατά τα επίθετα όπως στεγανός, -ή, -όν

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ανός, -ανή, -ανό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
-ανός < (ουσιαστικοποιημένο) < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική -ανός < λατινική -anus
ή (λόγιο δάνειο) νεολατινική -anus

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ανός αρσενικό (θηλυκό -ανή ή -ανίδα)

-ανός αρσενικό (θηλυκό -ού άκλιτο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε το επίθημα -ινός, -ή

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
-ανός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου -ανός ή ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου -ανή < όπως στην #Ετυμολογία 1

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ανός αρσενικό (θηλυκό -ανή)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]