-αρχος
Εμφάνιση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -αρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -αρχος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -αρ‐χος
Επίθημα
[επεξεργασία]-αρχος
- δεύτερο συνθετικό
- αρσενικών (ή κοινού γένους) ουσιαστικών που δηλώνει πρόσωπο με εξουσία ή πρόσωπο που προΐσταται
- που απαντά σε επίθετα που δηλώνουν αρχή, εξουσία όπως ορίζει το πρώτο συνθετικό ή η πρωτότυπη λέξη (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- -άρχος (ιδιωματικό ή λογοτεχνικό)
- Όροι που λήγουν σε -άρχος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αρχος στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε -αρχος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη άρχω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] -αρχος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- -αρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -αρχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -αρχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αρχος → και δείτε τους όρους ἄρχος και -άρχος
- Ή < -άρχης με κατάληξη -ος. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθημα
[επεξεργασία]-αρχος
- δεύτερο συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει πρόσωπο με εξουσία ή πρόσωπο που προΐσταται
- δήμαρχος
- ἐκκλησιάρχης > ἐκκλησίαρχος
- άλλες μορφές: -αρχός
- δεύτερο συνθετικό επιθέτων που εκφράζουν αρχή, εξουσία όπως ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
- ἄναρχος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ἄρχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθημα
[επεξεργασία]-αρχος
- δεύτερο συνθετικό σύνθετων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει πρόσωπο με πολιτική ή στρατιωτική εξουσία
- γυμνασίαρχος (επικεφαλής γυμναστηρίου)
- ἑκατοντάρχης > ἑκατόνταρχος
- δεύτερο συνθετικό επιθέτων που δηλώνει την αρχή, την εξουσία όπως προσδιορίζεται από το πρώτο συνθετικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -αρχος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -αρχος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ἄρχω
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επιθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)