-βάμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Ας γίνει έλεγχος στην κλίση και από φιλόλογο. Ευχαριστούμε ‑‑Sarri.greek  | 06:09, 30 Μαρτίου 2023 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βᾱμων- βᾱμον-
ονομαστική -βάμων οἱ -βάμονες
      γενική τοῦ -βάμονος τῶν -βαμόνων
      δοτική τῷ -βάμον τοῖς -βάμοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν -βάμον τοὺς -βάμονᾰς
     κλητική ! -βᾶμον -βάμονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -βάμονε
γεν-δοτ τοῖν  -βαμόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-βάμων < βαίνω < *βάν-jω / *βάμ-(jω) [1] + -ων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Επίθημα[επεξεργασία]

-βᾱ́μων, -ονος αρσενικό (ή και θηλυκό)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. βαίνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.