-γραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -γραφία | οι | -γραφίες |
γενική | της | -γραφίας | των | -γραφιών |
αιτιατική | τη(ν) | -γραφία | τις | -γραφίες |
κλητική | -γραφία | -γραφίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -γραφία < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική -γραφία < γράφ(ω) + -ία.
- για σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο:νεολατινικά -graphia ή γαλλικά ‑graphie. Χρησιμοποιείται για θηλυκά ουσιασικά, συνήθως παράγωγα από ουσιαστικά -γράφος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθημα[επεξεργασία]
-γραφία θηλυκό
β' συνθετικό που δηλώνει
- την εργασία και τις διαδικασίες που απορρέουν από ανάλογο ουσιαστικό σε -γράφος
- τη μελέτη ενός κλάδου που δηλώνει το α' συνθετικό
- λογοτεχνικό ή φιλολογικό είδος
- μια τέχνη, με το αντικείμενο ή το υλικό της όπως ορίζεται από το α' συνθετικό
- το σύνολο άρθρων και μελετών για το θέμα που δηλώνει το α' συνθετικό
- η τεχνική γραφής που δηλώνεται από το α' συνθετικό
- (ιατρική) εξέταση μέρους του σώματος που δηλώνεται από το α' συνθετικό, με τη βοήθεια οργάνου σε -γράφος. Επίσης, η απεικόνισή της
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γραφία στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
-γραφία
[επεξεργασία]
- ↑ «"-γραφία"» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)