-ειδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ειδώς < είδος (=μορφή)

Επίθημα[επεξεργασία]

-ειδώς

  • κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν ομοιότητα με κάτι
Π.χ. αστεροειδώς

...