-εύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σύμφωνο + -εύς | |||||
ονομαστική | ὁ | -εύς | οἱ | -εῖς - -ῆς* | |
γενική | τοῦ | -έως | τῶν | -έων | |
δοτική | τῷ | -εῖ | τοῖς | -εῦσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | -έᾱ | τοὺς | -έᾱς | |
κλητική ὦ! | -εῦ | -εῖς - -ῆς* | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ῆ1 ή -εῖ2 | |||
γεν-δοτ | τοῖν | -έοιν | |||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | |||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φωνήεν + εύς | |||||
ονομαστική | ὁ | -εύς | οἱ | -εῖς - -ῆς* | |
γενική | τοῦ | -έως & -ῶς |
τῶν | -έων & -ῶν | |
δοτική | τῷ | -εῖ | τοῖς | -εῦσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | -έᾱ & -ᾶ |
τοὺς | -έᾱς & -ᾶς | |
κλητική ὦ! | -εῦ | -εῖς - -ῆς* | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ῆ1 ή -εῖ2 | |||
γεν-δοτ | τοῖν | -έοιν | |||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | |||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -εύς < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα
[επεξεργασία]-εύς αρσενικό
- επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει
- το πρόσωπο ή υποκείμενο που ενεργεί
- την καταγωγή από τόπο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- -ιδεύς
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -εύς στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -εύς @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'βασιλεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βασιλεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βασιλεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἁλιεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἁλιεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)