-ιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Λείπει εξήγηση για τα επιρρήματα. Όπως μακριά. ‑‑Sarri.greek  | 11:52, 30 Μαρτίου 2023 (UTC).


Δείτε και Κατηγορίες για λέξεις με επίθημα -ιά στα νέα ελληνικά - στα μεσαιωνικά ελληνικά - στα αρχαία ελληνικά -ία, -ια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ά οι ές
      γενική της άς των ών
    αιτιατική τη(ν) ά τις ές
     κλητική ά ές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ιά (προφερόταν /ia/) ή -εία. Επίσης -έα, -αία
ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ία ή -έα

Προφορά[επεξεργασία]

  • εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται
ΔΦΑ : /ˈʝa/ μετά από β, δ, ζ, ρ (βια, δια, καρπαζιά, χεριά)
ΔΦΑ : /ˈʎa/ μετά από λ (ελιά)
ΔΦΑ : /ˈɲa/ μετά από μ, ν (μια, νια)
ΔΦΑ : /ˈça/ μετά από θ, π, σ, τ, φ
ΔΦΑ : /ˈi̯a/

Επίθημα[επεξεργασία]

-ιά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. -ια, -ία, -ιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. -ιάΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ιά < -έα ή αρχαία ελληνική -ία, -έα με συνίζηση για την αποφυγή της χασμωδίας

Επίθημα[επεξεργασία]

-ιά θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
-ῐᾱ
ονομαστική ᾱ́ αἱ αί
      γενική τῆς ᾶς τῶν ῶν
      δοτική τῇ ταῖς αῖς
    αιτιατική τὴν ᾱ́ν τὰς ᾱ́ς
     κλητική ! ᾱ́ αί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  αῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ιά < λείπει η ετυμολογία

Επίθημα[επεξεργασία]

-ιά [ῐᾱ] θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]