-ιάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -ιάν < (άμεσο δάνειο) αρμενική -յան (-yan) [στην παραδοσιακή-ιστορική ορθογραφία -եան (-ean, -εάν)]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθημα[επεξεργασία]
-ιάν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε και Τερ-