-ιδερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ιδερός | η | -ιδερή | το | -ιδερό |
γενική | του | -ιδερού | της | -ιδερής | του | -ιδερού |
αιτιατική | τον | -ιδερό | τη(ν) | -ιδερή | το | -ιδερό |
κλητική | -ιδερέ | -ιδερή | -ιδερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ιδεροί | οι | -ιδερές | τα | -ιδερά |
γενική | των | -ιδερών | των | -ιδερών | των | -ιδερών |
αιτιατική | τους | -ιδερούς | τις | -ιδερές | τα | -ιδερά |
κλητική | -ιδεροί | -ιδερές | -ιδερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Κατάληξη αρσενικών επιθέτων[επεξεργασία]
-ιδερός
- μαυριδερός
- ασπριδερός
- [[|]]
- [[|]]
- [[|]]