-ιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ιμο τα -ίματα
      γενική του -ίματος των -ιμάτων
    αιτιατική το -ιμο τα -ίματα
     κλητική -ιμο -ίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Επίθημα[επεξεργασία]

-ιμο ουδέτερο και σε '-σιμο, -ξιμο, -ψιμο

  1. παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν την ενέργεια ενός ρήματος
    φτύνω - έφτυσα > φτύσιμο
    φταίω - έφταιξα > φταίξιμο
    ρίχνω έριξα > ρίξιμο
    βάφω - έβαψα < βάψιμο
    σκάβω - έσκαψα < σκάψιμο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]