-ιό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -ιο, -ίο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ό τα ά
      γενική του ού των ών
    αιτιατική το ό τα ά
     κλητική ό ά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ιό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ιόν[1]

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ιό ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • -ιόΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)