Μετάβαση στο περιεχόμενο

-καρδία

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: καρδία, καρδιά

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -καρδία οι -καρδίες
      γενική της -καρδίας των -καρδιών
    αιτιατική τη(ν) -καρδία τις -καρδίες
     κλητική -καρδία -καρδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-καρδία < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -cardia < αρχαία ελληνική καρδία, όπως η νεολατινική -cardia, η γαλλική -cardie (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaɾˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -καρδία

Επίθημα

[επεξεργασία]

-καρδία θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]