Μετάβαση στο περιεχόμενο

-κομείο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -κομείο τα -κομεία
      γενική του -κομείου των -κομείων
    αιτιατική το -κομείο τα -κομεία
     κλητική -κομείο -κομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-κομείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κομεῖον < -κομός < κομέω / κομῶ[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈmi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κομείο

Επίθημα

[επεξεργασία]

-κομείο

Παραδείγματα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]