-ληψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ληψία οι -ληψίες
      γενική της -ληψίας των -ληψιών
    αιτιατική τη(ν) -ληψία τις -ληψίες
     κλητική -ληψία -ληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ληψία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ληψία < συνοπτικό θέμα ληψ- του λαμβάνω + ‑ία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λη‐ψί‐α
ομόηχο: Λειψία

Επίθημα[επεξεργασία]

-ληψία θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λαμβάνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ληψία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ληψία

Επίθημα[επεξεργασία]

-ληψία θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

Συγγενικά[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ληψί αἱ -ληψίαι
      γενική τῆς -ληψίᾱς τῶν -ληψιῶν
      δοτική τῇ -ληψί ταῖς -ληψίαις
    αιτιατική τὴν -ληψίᾱν τὰς -ληψίᾱς
     κλητική ! -ληψί -ληψίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ληψί
γεν-δοτ τοῖν  -ληψίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ληψία < συνοπτικό θέμα ληψ- του λαμβάνω + ‑ία

Επίθημα[επεξεργασία]

-ληψία [ῐᾰ] θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν
    1. τη λήψη του πρώτου συνθετικού
    2. τη λήψη όπως εννοείται αν υπάρχει πρόθεση ως συνθετικό

Σύνθετα[επεξεργασία]

οι εξής

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις λῆψις και λαμβάνω