-λογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -λογία < αρχαία ελληνική λόγος (μελέτη)
Επίθημα[επεξεργασία]
-λογία
- η επιστήμη ή η δραστηριότητα η σχετική με αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- ανθρωπολογία
- αρχαιολογία
- αστρολογία
- βιολογία
- βοτανολογία
- γλωσσολογία
- δασολογία
- δασμολογία
- δοσολογία
- εθνολογία
- εντομολογία
- ζωολογία
- ηφαιστειολογία
- καρδιολογία
- μετεωρολογία
- μικροβιολογία
- μουσικολογία
- ονειρολογία
- οινολογία
- οντολογία
- ορολογία
- παλαιοντολογία
- παραψυχολογία
- πνευμονολογία
- σεισμολογία
- σημασιολογία
- στρατολογία
- τεχνολογία
- υδροβιολογία
- φιλολογία
- φορολογία
- φυτολογία
- ψυχολογία
- λόγος, ομιλία που χαρακτηρίζεται από αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιστήμη