Μετάβαση στο περιεχόμενο

-λόγιο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: λόγιο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -λόγιο τα -λόγια
      γενική του -λόγιου
& -λογίου
των -λόγιων
& -λογίων
    αιτιατική το -λόγιο τα -λόγια
     κλητική -λόγιο -λόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-λόγιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -λόγιον < αρχαία ελληνική -λόγος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λόγιο

Επίθημα

[επεξεργασία]

-λόγιο ουδέτερο

  1. χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιο είδος κειμένου ή καταλόγου που περιέχει πληροφορίες σχετικά με το α' συνθετικό της λέξης
    βαθμολόγιο, ημερολόγιο, κτηματολόγιο
  2. χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο του α' συνθετικού της λέξης
    ανθολόγιο, δειγματολόγιο, λεξιλόγιο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]