-λόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -λόγιο | τα | -λόγια |
γενική | του | -λόγιου & -λογίου |
των | -λόγιων & -λογίων |
αιτιατική | το | -λόγιο | τα | -λόγια |
κλητική | -λόγιο | -λόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -λόγιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -λόγιον < αρχαία ελληνική -λόγος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈlo.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -λό‐γι‐ο
Επίθημα
[επεξεργασία]-λόγιο ουδέτερο
- χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιο είδος κειμένου ή καταλόγου που περιέχει πληροφορίες σχετικά με το α' συνθετικό της λέξης
- βαθμολόγιο, ημερολόγιο, κτηματολόγιο
- χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο του α' συνθετικού της λέξης
- ανθολόγιο, δειγματολόγιο, λεξιλόγιο
Σύνθετα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ "-λόγιο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)