-μάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μάνα, μανά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -μάνα οι -μάνες
-μανάδες
      γενική της -μάνας των
-μανάδων
    αιτιατική τη(ν) -μάνα τις -μάνες
-μανάδες
     κλητική -μάνα -μάνες
-μανάδες
Κατηγορία όπως «μάνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-μάνα < μάνα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μά‐να

Επίθημα[επεξεργασία]

-μάνα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • -μάναΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)