-οπούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -οπούλα οι -οπούλες
      γενική της -οπούλας
    αιτιατική τη(ν) -οπούλα τις -οπούλες
     κλητική -οπούλα -οπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-οπούλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -πούλα και -οπούλα, θηλυκό του -πουλο(ν), -όπουλο < -ο- + -πούλα.[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ο‐πού‐λα

Επίθημα[επεξεργασία]

-οπούλα θηλυκό (αρσενικό -όπουλο)

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

μεσαιωνικό: -πουλο

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • -οπούλαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)