-ούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ούλης | οι | -ούληδες |
γενική | του | -ούλη | των | -ούληδων |
αιτιατική | τον | -ούλη | τους | -ούληδες |
κλητική | -ούλη | -ούληδες | ||
όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -ούλης < μεσαιωνική ελληνική -ούλης < -ούλα + -ης
Επίθημα[επεξεργασία]
-ούλης (& θηλυκό: -ούλα)
- υποκοριστικό επίθημα με το οποίο σχηματίζονται μετουσιαστικά ουσιαστικά που δηλώνουν μια ιδιότητα
-ούλης, -ούλα, -ούλικο & -ούλι
- υποκοριστικό μετεπιθετικό επίθημα με το οποίο σχηματίζονται επίθετα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
-ούλης