-παραγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παραγωγός, παράγωγος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-παραγωγός < ουσιαστικό παραγωγός με βάση το συνθετικό -παραγωγή → δείτε  παρ- + -αγωγός, άγω
για τα ουσιαστικά < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό επιθέτων με συνθετικό -παραγωγός (κοινός τύπος και για το θηλυκό)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πα‐ρα‐γω‐γός

Επίθημα

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -παραγωγός η -παραγωγός
-παραγωγή
το -παραγωγό
      γενική του -παραγωγού της -παραγωγού
-παραγωγής
του -παραγωγού
    αιτιατική τον -παραγωγό τη(ν) -παραγωγό
-παραγωγή
το -παραγωγό
     κλητική -παραγωγέ -παραγωγέ
-παραγωγή
-παραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -παραγωγοί οι -παραγωγοί
-παραγωγές
τα -παραγωγά
      γενική των -παραγωγών των -παραγωγών των -παραγωγών
    αιτιατική τους -παραγωγούς τις -παραγωγούς
-παραγωγές
τα -παραγωγά
     κλητική -παραγωγοί -παραγωγοί
-παραγωγές
-παραγωγά
Ο νεότερος τύπος του θηλυκού σε , για λέξεις με πιο συχνή χρήση.

Χωρίς θηλυκό σε -η, η Κατηγορία: όπως 'εξαγωγός'.
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

-παραγωγός, -ός / (-ή), -ό

Επίθημα

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -παραγωγός οι -παραγωγοί
      γενική του/της -παραγωγού των -παραγωγών
    αιτιατική τον/τη(ν) -παραγωγό τους/τις -παραγωγούς
     κλητική -παραγωγέ -παραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

-παραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]