-ποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ποιία | οι | -ποιίες |
γενική | της | -ποιίας | των | -ποιιών |
αιτιατική | τη(ν) | -ποιία | τις | -ποιίες |
κλητική | -ποιία | -ποιίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -ποιία < αρχαία ελληνική -ποιία < ποιέω
Επίθημα[επεξεργασία]
-ποιία
- δεύτερο συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών, που δηλώνει
- το χώρο (εργαστήριο, εργοστάσιο κ.ά.) παραγωγής του πρώτου συνθετικού
- τη γνώση ή την τεχνική για τη δημιουργία του πρώτου συνθετικού