-τήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -τήριον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -τήριον
Επίθημα
[επεξεργασία]-τήριον ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- -τήρι (όπως και νέα ελληνικά)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | -τήριον | τὰ | -τήριᾰ |
γενική | τοῦ | -τηρίου | τῶν | -τηρίων |
δοτική | τῷ | -τηρίῳ | τοῖς | -τηρίοις |
αιτιατική | τὸ | -τήριον | τὰ | -τήριᾰ |
κλητική ὦ! | -τήριον | -τήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -τηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -τηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -τήριον < -τήρ <
- < είτε από ουσιαστικά σε -τής
- < είτε απευθείας σε ρηματικό θέμα για δήλωση τόπου ή χώρου. [1] Δείτε και -τήριος.
Επίθημα
[επεξεργασία]-τήριον ουδέτερο
- επίθημα που δηλώνει
- τόπο ή χώρο εργασίας, εγκατάσταση
- (ελληνιστική σημασία) εργαλείο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -τήριον στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -τήριον @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επιθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)