φύλαξ
(Ανακατεύθυνση από -φύλαξ)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φύλαξ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φύλαξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φύλαξ αρσενικό ή και θηλυκό σε μεταφορικές σημασίες
- φύλακας, φρουρός, προστάτης
- ※ 10ος αιώνας ⌘Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Διήγησις ἀπὸ διαφόρων ἀθροισθεῖσα ἱστοριῶν, περὶ τῆς πρὸς Αὔγαρον ἀποσταλείσης ἀχειροποιήτου θείας εἰκόνος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Καὶ ὡς Ἐδέσσης μετεκομίσθη πρὸς τὴν πανευδαίμονα ταύτην καὶ βασιλίδα τῶν πόλεων Κωνσταντινούπολιν. [Constantini Porphyrogeniti, Narratio de imagine Edessena
- [γλώσσα: όψιμη ελληνιστική κοινή] - ως θηλυκό - ΚΑ΄§445
- Οἱ δὲ τῆς Ἐδέσσης, μὴ λυσιτελεῖν αὐτοῖς ἔλεγον τὴν φύλακα καὶ φρουρὸν τῆς οἰκείας πόλεως[την εικόνα] ἀργυρίου καὶ θνητῶν ἀνθρώπων ἀλλάξασθαι
- ※ 10ος αιώνας ⌘Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Διήγησις ἀπὸ διαφόρων ἀθροισθεῖσα ἱστοριῶν, περὶ τῆς πρὸς Αὔγαρον ἀποσταλείσης ἀχειροποιήτου θείας εἰκόνος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Καὶ ὡς Ἐδέσσης μετεκομίσθη πρὸς τὴν πανευδαίμονα ταύτην καὶ βασιλίδα τῶν πόλεων Κωνσταντινούπολιν. [Constantini Porphyrogeniti, Narratio de imagine Edessena
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- φύλακα (αιτιατική)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- φυλάκτωρ (αρσενικό), φυλάκτρια (θηλυκό)
- βλεπάτορας, βλεπάτορος
- βιγλάτορας, βιγλάτορος, βιγλατόρης
Συγγενικά
[επεξεργασία](Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- φύλαξ - LBG, φύλακος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῠλᾰκ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | φύλαξ | οἱ/αἱ | φύλακες | |
γενική | τοῦ/τῆς | φύλακος | τῶν | φυλάκων | |
δοτική | τῷ/τῇ | φύλακῐ | τοῖς/ταῖς | φύλαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | φύλακᾰ | τοὺς/τὰς | φύλακᾰς | |
κλητική ὦ! | φύλαξ | φύλακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φύλακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φυλάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φύλαξ < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν προελληνικής αρχής.[1] Ήδη μυκηναϊκή 𐀢𐀨𐀒 (pu-ra-ko), ημιτελές κύριο όνομα *Φυλακο-. Η κατάληξη -αξ δεν έχει εξηγηθεί. Δεν τεκμηριώνονται προτάσεις όπως σύνδεση με: πύλη, φωλεός, πυνθάνομαι ούτε με τη λατινική bubulcus (βουκόλος).[2] Από εδώ, και το ρήμα φυλάσσω < *φυλακ-jω.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φύλαξ αρσενικό ή θηλυκό & μεταγενέστρα θηλυκά φυλακίς, φυλάκισσα
- (επάγγελμα) φρουρός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 414a
- τοιαύτη τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, δοκεῖ μοι, ὦ Γλαύκων, ἡ ἐκλογὴ εἶναι καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι᾽ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι.
- Τέτοια λοιπόν μου φαίνεται, Γλαύκων, πως θα είναι, σ᾽ ένα πρώτο σχέδιο και χωρίς να μπαίνομε σ᾽ όλες τις λεπτομέρειες, η εκλογή και ο διορισμός των αρχόντων και των φρουρών.
- τοιαύτη τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, δοκεῖ μοι, ὦ Γλαύκων, ἡ ἐκλογὴ εἶναι καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι᾽ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 414a
- φύλακας, που προστατεύει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
φυλακ-, φυλαξ-, φυλαγ-, φυλασσ-
φυλακ-, φυλαξ-, φυλαγ-, φυλασσ-
- -φύλαξ Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φύλαξ στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -φύλαξ @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- -φυλακέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλακέω στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -φυλακέω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις με -φυλακ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ φύλακας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- φύλαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)