Μετάβαση στο περιεχόμενο

-ψαρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ψαρο τα -ψαρα
      γενική του -ψαρου των -ψαρων
    αιτιατική το -ψαρο τα -ψαρα
     κλητική -ψαρο -ψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ψαρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -ψαρος < ψάρ(ι) + -ος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ψαρο

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ψαρο ουδέτερο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ψάρι

  • -ψαρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)