Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: , -ῶ, ω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
(κατάληξη ρημάτων) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική (δείτε και , -ῶ)
(επίθημα θηλυκών) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική < σλαβικής προέλευσης -o (κατάληξη κλητικής κύριων ονομάτων που θεωρήθηκε ονομαστική. Π.χ. κλητική: Katinko, με ονομαστική: Katinka). Με επέκταση σε άλλα κύρια ονόματα, και σε προσηγορικά.[1]
(κατάληξη επιρρημάτων) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική

Επίθημα

[επεξεργασία]

  1. κατάληξη ρημάτων α΄ συζυγίας (παθητική φωνή: -ομαι)
    γράφω, λέγω
    δείτε και -άω της ασυναίρετης β' συζυγίας, α' τάξης (παθητική φωνή: ‑ιέμαι) βρομάω, αγαπάω
    δείτε και
  2. κατάληξη θηλυκών
    δείτε και
    1. κυρίων ονομάτων:
      Βασίλω, Διαμάντω, Μαλάμω
    2. προσηγορικών (με απαξιωτικό ή μειωτικό ύφος)
      σουρτούκης > σουρτούκω, τσουράπι > τσουράπω
  3. κατάληξη επιρρημάτων
    πάνω, κάτω, οσονούπω, τριγύρω, χάμω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]