-ωρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | -ωρός | οι | -ωροί |
γενική | του/της | -ωρού | των | -ωρών |
αιτιατική | τον/τη(ν) | -ωρό | τους/τις | -ωρούς |
κλητική | -ωρέ | -ωροί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ωρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ωρός με σημασία: που φροντίζει, που επιτηρεί, που παρατηρεί
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /οˈɾοs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ω‐ρός
Επίθημα
[επεξεργασία]-ωρός αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- διαφορετικό το -ωρος (ώρα, πόσες ώρες) Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ωρος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] -ωρός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]αρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ ἡ |
-ωρός | οἱ αἱ |
-ωροί | ||||
γενική | τοῦ τῆς |
-ωροῦ | τῶν | -ωρῶν | ||||
δοτική | τῷ τῇ |
-ωρῷ | τοῖς ταῖς |
-ωροῖς | ||||
αιτιατική | τὸν τὴν |
-ωρόν | τοὺς τὰς |
-ωρούς | ||||
κλητική ὦ! | -ωρέ | -ωροί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ωρώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | -ωροῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ωρός < -*ϝορός με έκταση του -ο- στη σύνθεση < ὁράω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; έλεγχος *h₃er- [1]
Επίθημα
[επεξεργασία]-ωρός αρσενικό ή θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό με σημασία:
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία](Χρειάζεται κατάλογος με αυτή τη σημασία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πύλη (πυλωρός) σελ. 1257 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- -ωρός, πυλωρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά ή θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά ή θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά ή θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)