-όεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίθημα[επεξεργασία]

-όεν, ουδέτερο του -όεις

  1. β' συνθετικό που εκφράζει μεγάλο αριθμό προς αυτό που σημαίνει το α' συνθετικό