-όεσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίθημα[επεξεργασία]

-όεσσα, θηλυκό του -όεις

  1. β' συνθετικό που εκφράζει μεγάλο αριθμό προς αυτό που σημαίνει το α' συνθετικό
* αποδίδεται περισσότερο σε σημαίες π.χ. αστερόεσσα