-ώνυμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -ώνυμον, -ώνυμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ώνυμο τα -ώνυμα
      γενική του -ώνυμου
-ωνύμου
των -ώνυμων
-ωνύμων
    αιτιατική το -ώνυμο τα -ώνυμα
     κλητική -ώνυμο -ώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ώνυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -ώνυμος (ὄνυμα)
για τα μαθηματικά < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική -nome < αρχαία ελληνική νόμος (με παρετυμολογία προς το -ώνυμον)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈo.ni.mo/

Επίθημα[επεξεργασία]

-ώνυμο

  1. βσυνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο με όνομα
    επώνυμο
  2. (μαθηματικά) βσυνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που χαρακτηρίζουν κάποια αλγεβρική παράσταση
    διώνυμο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμο στο Βικιλεξικό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]