-ώνυμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -ώνυμο | τα | -ώνυμα |
γενική | του | -ώνυμου & -ωνύμου |
των | -ώνυμων & -ωνύμων |
αιτιατική | το | -ώνυμο | τα | -ώνυμα |
κλητική | -ώνυμο | -ώνυμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -ώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ώνυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -ώνυμος (ὄνυμα)
- για τα μαθηματικά < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική -nome < αρχαία ελληνική νόμος (με παρετυμολογία προς το -ώνυμον)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθημα[επεξεργασία]
-ώνυμο
- β᾽ συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο με όνομα
- (μαθηματικά) β᾽ συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που χαρακτηρίζουν κάποια αλγεβρική παράσταση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμο στο Βικιλεξικό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη -ώνυμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
-ώνυμο
|
[επεξεργασία]
- ↑ -ώνυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)