-algie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
-algie | -algies |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -algie < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική -αλγία < ἄλγος (πόνος)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθημα[επεξεργασία]
-algie (fr) θηλυκό
- επίθημα ουσιαστικών που σημαίνουν κάποιον πόνο, λύπη, ασθένεια