-etto
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -etto < (κληρονομημένο) υστερολατινική -ittum, κατηγορηματικός ενικός του -ittus
Επίθημα
[επεξεργασία]-etto (en) αρσενικό, ενικός (-etta θηλυκό)
- (υποκοριστικό) επίθημα για υποκοριστικά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]-etto (ιταλικά)
- ↷ νέα ελληνικά: -έτο, -έτος