-γραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -γραφία οι -γραφίες
      γενική της -γραφίας των -γραφιών
    αιτιατική τη(ν) -γραφία τις -γραφίες
     κλητική -γραφία -γραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-γραφία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -γραφία < γράφ(ω) + -ία.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -γρα‐φί‐α

Επίθημα[επεξεργασία]

-γραφία θηλυκό
δεύτερο συνθετικό που δηλώνει

  1. την εργασία και τις διαδικασίες που απορρέουν από ανάλογο ουσιαστικό σε -γράφος
    δημοσιογραφία
    1. τη μελέτη ενός κλάδου που δηλώνει το α' συνθετικό
      ιστοριογραφία, γεωγραφία
    2. λογοτεχνικό ή φιλολογικό είδος
      πεζογραφία, λεξικογραφία
  2. μια τέχνη, με το αντικείμενο ή το υλικό της όπως ορίζεται από το α' συνθετικό
    αγιογραφία, λιθογραφία, τοιχογραφία, φωτογραφία
  3. το σύνολο άρθρων και μελετών για το θέμα που δηλώνει το α' συνθετικό
    κριτικογραφία, βιβλιογραφία
  4. η τεχνική γραφής που δηλώνεται από το α' συνθετικό
    τυπογραφία
  5. (ιατρική) εξέταση μέρους του σώματος που δηλώνεται από το α' συνθετικό, με τη βοήθεια οργάνου σε -γράφος. Επίσης, η απεικόνισή της
    αγγειογραφία
     συνώνυμα: -γράφημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-γραφία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -γραφία< γράφ(ω) + -ία.

Επίθημα[επεξεργασία]

-γραφία θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -γραφί αἱ -γραφίαι
      γενική τῆς -γραφίᾱς τῶν -γραφιῶν
      δοτική τῇ -γραφί ταῖς -γραφίαις
    αιτιατική τὴν -γραφίᾱν τὰς -γραφίᾱς
     κλητική ! -γραφί -γραφίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -γραφί
γεν-δοτ τοῖν  -γραφίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-γραφία < γράφ(ω) + -ία.

Επίθημα[επεξεργασία]

-γραφία θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]