Abhändigkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Abhändigkeit (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Abhängigkeiten)
- η εξάρτηση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Sucht θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- Unabhängigkeit θηλυκό