Abhängigkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abhängigkeit | die | Abhängigkeiten |
γενική | der | Abhängigkeit | der | Abhängigkeiten |
δοτική | der | Abhängigkeit | den | Abhängigkeiten |
αιτιατική | die | Abhängigkeit | die | Abhängigkeiten |
Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Abhängigkeit (de) θηλυκό
- η εξάρτηση