Adresse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Adresse (de) θηλυκό
- η διεύθυνση
- sie hat mir seine Adresse gegeben - μου έδωσε τη διεύθυνσή της