Agave
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Agave | die | Agaven |
γενική | der | Agave | der | Agaven |
δοτική | der | Agave | den | Agaven |
αιτιατική | die | Agave | die | Agaven |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Agave < αρχαία ελληνική Ἀγαύη
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Agave (de) θηλυκό