Aktualisierung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Aktualisierung | die | Aktualisierungen |
γενική | der | Aktualisierung | der | Aktualisierungen |
δοτική | der | Aktualisierung | den | Aktualisierungen |
αιτιατική | die | Aktualisierung | die | Aktualisierungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Aktualisierung (de) θηλυκό