Alchemistin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /alçeˈmɪstɪn/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Al‐che‐mis‐tin
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Alchemistin (de) θηλυκό (αρσενικό Alchemist)
Πηγές[επεξεργασία]
- Alchemistin - Duden online.