Allemand
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | Allemand | Allemands |
θηλυκό | Allemande | Allemandes |
Allemand (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Allemand < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Allemand αρσενικό ή θηλυκό