Μετάβαση στο περιεχόμενο

Alman

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Alman < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Alman αρσενικό

  • Catalogue of the most frequently used Albanian names and surnames, Organization for Security and Co-operation in Europe, 17 January 2020 [1]




Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑɫˈmɑn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Alman (tr)

  1. Lua error in Module:labels at line 89: attempt to index field '?' (a nil value). ο Γερμανός, η Γερμανίδα
  2. γερμανικός (δεν είναι επίθετο στην τουρκική γλώσσα)
    Alman dili - η γερμανική γλώσσα



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Alman < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Alman αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Alman < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Alman αρσενικό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [3]