Ampel
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ampel (de) θηλυκό (der Ampel, die Ampeln)
- φανάρι, σηματοδότης
- er hätte fast die rote Ampel übersehen
- παρά λίγο να μην έβλεπε το κόκκινο φανάρι
- er hätte fast die rote Ampel übersehen
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ampel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ampel αρσενικό ή θηλυκό