Ansager
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Ansager | die | Ansager |
γενική | des | Ansagers | der | Ansager |
δοτική | dem | Ansager | den | Ansagern |
αιτιατική | den | Ansager | die | Ansager |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ansager (de) αρσενικό