Anwendung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Anwendung | die Anwendungen |
γενική | der Anwendung | der Anwendungen |
δοτική | der Anwendung | den Anwendungen |
αιτιατική | die Anwendung | die Anwendungen |
Anwendung (de) θηλυκό
- εφαρμογή, πρόγραμμα ηλεκτρονικών υπολογιστών
- (πληροφορική) βραχυγραφία του Anwendungsprogramm
- χρήση
- εφαρμογή
- (ιατρική) εφαρμογή μιας μεθόδου για ιατρική θαραπεία